βαθαίνω

βαθαίνω
βαθαίνω, βάθυνα βλ. πίν. 47

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βαθαίνω — και βαθύνω υνα 1. κάνω κάτι βαθύτερο: Χρειάζεται να βαθαίνεις κι άλλο το λάκκο. 2. γίνομαι βαθύτερος: Η θάλασσα εδώ βαθαίνει απότομα. 3. εισδύω βαθύτερα, εμβαθύνω: Πρέπει να βαθαίνεις τη σκέψη σου για να καταλάβεις το βιβλίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαθαίνω — και βαθύνω (Α βαθύνω) 1. κάνω κάτι βαθύ, βαθουλώνω 2. (αμτβ.) γίνομαι βαθύς νεοελλ. (για χρώματα) παίρνω βαθύτερη, πιο σκούρα απόχρωση αρχ. 1. δίνω βάθος στη στρατιωτική παράταξη, αναπτύσσω σε βάθος 2. προσπαθώ ν αντιληφθώ τη βαθύτερη σημασία… …   Dictionary of Greek

  • αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ …   Dictionary of Greek

  • βαθουλώνω — [βαθουλός] 1. (μτβ.) κάνω κάτι βαθουλό, βαθαίνω 2. γίνομαι βαθουλός, κοίλος …   Dictionary of Greek

  • βαραίνω — (Μ βαραίνω) 1. γίνομαι βαρύς 2. προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ 3. σκληρύνομαι νεοελλ. Ι. 1. έχω βάρος, είμαι βαρύς 2. στενοχωρούμαι, αγανακτώ 3. στενοχωρώ κάποιον 4. πιέζω κάποιον μετο βάρος μου 5. επιβαρύνω κάποιον 6. γέρνω, λυγίζω από το… …   Dictionary of Greek

  • παχύνω — ΝΜΑ, παχαίνω ΝΜ 1. καθιστώ κάτι παχύ, χοντρό 2. παθ. παχύνομαι γίνομαι παχύς, χοντραίνω νεοελλ. 1. (για πρόσ.) υπερσιτίζω κάποιον κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αυξηθεί το πάχος του 2. (ιδίως στον τ. παχαίνω) αποχτώ πάχος αρχ. 1. ενισχύω, δυναμώνω 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”